διαφορητική

διαφορητική
διαφορητικός
promoting perspiration
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διαφορητικῇ — διαφορητικός promoting perspiration fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφορητικός — ή, ό (Α διαφορητικός, ή, όν) αυτός που προκαλεί διαφόρηση*, εφίδρωση αρχ. 1. αυτός που διασκορπίζει («δύναμις διαφορητικὴ οἰδημάτων», Διοσκουρίδης) 2. αυτός που έχει εφίδρωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”